Ασφάλεια αστικών δένδρων
Στην Ελλάδα ουδέποτε έχει δοθεί η προσήκουσα βαρύτητα στη μελέτη ασφάλειας των αστικών δέντρων, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Η μελέτη και διαχείριση της βιωσιμότητας των δέντρων συνήθως στερείται μιας συνολικής και συστηματικής προσέγγισης, τόσο από άποψη εκπαιδευτικού όσο και νομοθετικού περιεχομένου.
Ως επακόλουθο αυτής της ανεπάρκειας, είναι να καταγράφονται πτώσεις δέντρων που αποδίδονται είτε σε αδιάγνωστα προβλήματα στατικότητάς τους είτε στις επισφαλείς και λανθασμένες πρακτικές κατά τη διάρκεια υλοποίησης έργων γύρω από τη θέση φύτευσης τους, είτε στην έλλειψη επαγγελματισμού ή και απαραίτητων γνώσεων όσων προβαίνουν σε φυτεύσεις στους δημόσιους χώρους.
Το Παρατηρητήριο Αστικού Πρασίνου Κρήτης καλείται να καλύψει το πρόδηλο κενό αναφορικά με την ασφάλεια των αστικών δέντρων που διαχρονικά υπάρχει στην Ελλάδα. Η χρονική συγκυρία είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς η πλειονότητα των αστικών δέντρων πλησιάζει το προσδόκιμο όριο του κύκλου της ζωής τους και άρα αναμένεται να υπάρξει αύξηση των περιπτώσεων αποσταθεροποίησης και θραύσης των αστικών δένδρων. Η έδρα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης αναφορικά με τα νομοθετικά προπαρασκευάσματα, είναι επίσης χρονικά καίρια και σημαντική καθώς δεν υπάρχουν τα απαραίτητα νομοθετικά πλαίσια που θα καθορίζουν τις αρμοδιότητες, τις προδιαγραφές, τον τρόπο πιστοποίησης του συνόλου των θεμάτων που αφορούν τον ορθολογικό σχεδιασμό και διαχείριση των αστικών δένδρων και των μεθοδολογιών προσδιορισμού της ασφάλειάς τους.
Η καταγραφή της επικινδυνότητας των αστικών δέντρων προκύπτει από μια τριβάθμια προσέγγιση:
1ο Επίπεδο: Στο πρώτο επίπεδο περιλαμβάνεται ο προσδιορισμός των μορφολογικών στοιχείων των δένδρων με οπτική παρακολούθηση καθώς και των συνθηκών της ευρύτερης περιοχής που φύεται και γειτνιάζει το δένδρο. Η ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση βασιζόμενοι σε πρωτόκολλα διεθνών προτύπων και οργανισμών.
2ο Επίπεδο: Στη συνέχεια, στο δεύτερο επίπεδο γίνεται η καταγραφή των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της οπτικής εξέτασης σε μια βάση δεδομένων και η δημιορυγία «δενδρολογίου», όπου μετά από βαθμονομημένη κατηγοριοποίηση, κάθε δέντρο παραλαμβάνει ένα μονοσήμαντο αριθμό ταυτότητας, δημιουργείται το ατομικό αρχείο φυτουγειινής κατάστασης του δέντρου και το κάθε δένδρο κατηγοριοποιείται ανάλογα με την επικινδυνότητά του σε μία κλίμακα, προκειμένου να προτεραιοποιηθεί η ενόργανη εξέτασή του έναντι των υπολοίπων. Ταυτόχρονα, προσδιορίζεται και το είδος ή τα είδη της ενόργανης ανάλυσης που απαιτείται/νται ανά περίπτωση και δένδρο.
3ο Επίπεδο: Τέλος, διενεργείται ενόργανη ανάλυση χρησιμοποιώντας εξοπλισμό παρόμοιο με αυτό που διαθέτει το Παρατηρητήριο Αστικού Πρασίνου Κρήτης, ούτως ώστε να επιβεβαιωθούν και να υποστηριχθούν τα προγενέστερα ευρήματα της οπτικής αξιολόγησης που έχει βασιστεί στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των δένδρων. Από το τελικό αυτό στάδιο, λαμβάνονται δεδομένα από την ενόργανη ανάλυση τα οποία μετά από επεξεργασία με εξειδικευμένα λογισμικά πακέτα καταλήγουν στη δημιουργία βεβαιώσεων στατικότητας ή αγκύρωσης των δέντρων με δηλούμενη διάρκεια ισχύος μεταξύ 6-24 μηνών.